προαπόδειξη

προαπόδειξη
η / προαπόδειξις, -είξεως, ΝΑ [προαποδείκνυμι]
νεοελλ.
(νομ.) η πριν από την έκδοση προδικαστικής απόφασης προσαγωγή, από τους διαδίκους, όλων τών εγγράφων που αποδεικνύουν την αλήθεια τών ισχυρισμών τους
αρχ.
προκαταρκτική απόδειξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαπόδειξη — η μέθοδος απόδειξης κατά την οποία οι διάδικοι πρέπει να προσκομίσουν κατά την ώρα της δίκης τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”